εὐφορβίᾳ

εὐφορβίᾳ
εὐφορβίᾱͅ , εὐφορβία
high feeding
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευφορβία — (euphorbia). Ονομασία φυτών τα οποία φτάνουν περίπου τα 1.000 είδη. Ευδοκιμούν στις εύκρατες και στις τροπικές περιοχές, και 43 από αυτά είναι αυτοφυή στην Ελλάδα σε θαμνότοπους, πετρώδεις περιοχές, αμμώδεις παραλίες και συχνά ως ενοχλητικά… …   Dictionary of Greek

  • ευφόρβια — (euphorbia). Ονομασία φυτών τα οποία φτάνουν περίπου τα 1.000 είδη. Ευδοκιμούν στις εύκρατες και στις τροπικές περιοχές, και 43 από αυτά είναι αυτοφυή στην Ελλάδα σε θαμνότοπους, πετρώδεις περιοχές, αμμώδεις παραλίες και συχνά ως ενοχλητικά… …   Dictionary of Greek

  • εβέα — (hevea). Δικοτυλήδονα δέντρα της οικογένειας των ευφορβιδών με περίπου 20 είδη της τροπικής Αμερικής. Είναι μόνοικα ή δίοικα, με γαλακτώδη χυμό πλούσιο σε καουτσούκ. Το είδος ε. η βραζιλιανή κατάγεται από την τροπική Αμερική και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • κανωπικός — κανωπικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Κάνωπο ή Κάνωβο, αλλ. Κανωβικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κανωπικόν α) το φυτό ευφορβία πιτύουσα β) είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την πρώτη σημ. καθώς και με τη σημ. «είδος… …   Dictionary of Greek

  • Χριστούγεννα — τα, Ν·1. εκκλ. η εορτή τής γέννησης τού Χριστού την 25η Δεκεμβρίου 2. συνεκδ. τα κάλαντα που ψάλλουν τα παιδιά την παραμονή τής γιορτής αυτής 3. φρ. α) «εορτές τών Χριστουγέννων» το σύνολο τών εορτών από τη γέννηση έως τη βάπτιση τού Χριστού,… …   Dictionary of Greek

  • αγλέουρας — και αγλέορας και αγκλέορας και αγκλέουρας, ο 1. Βοτ. κοινή ονομασία τού δηλητηριώδους είδους Euphorbia biglandulosa τού γένους Ευφορβία* τής οικογένειας τών Ευφορβιδών 2. φρ. «έφαγε τον αγλέουρα», έφαγε υπερβολικά, μέχρι σκασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αλειχηνόχορτο — το Βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Euphorbia peplis τού γένους Ευφορβία*, που φύεται σε αμμώδεις παραλίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθεματικό + λειχηνόχορτο] …   Dictionary of Greek

  • αφάνα — Κοινή ονομασία φρυγανώδους θαμνίου (ποτήριον το ακανθώδες) της οικογένειας των ροδιδών. Φυτό ακανθωτό, παίρνει ημισφαιρική μορφή και έχει ύψος 30 70 εκ. Έχει σύνθετα φύλλα με 5 15 φυλλάρια, μόνοικα άνθη, κατά στάχεις, και καρπούς ραγόμορφους,… …   Dictionary of Greek

  • γαλατσίδα — Φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών. Είναι είδος αφάνας, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ευφορβία η ακανθόθαμνη. * * * η 1. οποιοδήποτε αγριόχορτο με γαλακτώδη χυμό 2. ονομασία διαφόρων φυτών τού γένους τού Ευφορβίου, τιθύμαλλος, φλόμος 3.… …   Dictionary of Greek

  • εχίνιον — ἐχίνιον, τὸ (Α) [εχίνος] είδος τού φυτού ευφόρβια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”